- τρίαρχος
- ο ист. триумвир
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρίαρχος — ὁ, ΜΑ 1. Ο ένας από την τριανδρία 2. ως επίθ. αυτός που έχει τρεις κλάδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + αρχος* (< ἄρχω)] … Dictionary of Greek
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek
τριαρχία — ἡ, ΝΑ [τρίαρχος] συναρχία τριών ανδρών, τριανδρία … Dictionary of Greek
φρατρίαρχος — φρᾱτρίαρχος , φρατρίαρχος president of a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)